- δρηστοσύνη
- δρηστ-οσύνη, ἡ, [dialect] Ep. for δραστ-,A service, Od. 15.321;
δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG3.1310
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG3.1310
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δρηστοσύνη — δρηστοσύνη, η (Α) περιποίηση, εξυπηρέτηση, διακονία … Dictionary of Greek
δρηστοσύνη — service fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρηστοσύνῃ — δρηστοσύνη service fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρηστοσύνην — δρηστοσύνη service fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρηστοσύνῃσι — δρηστοσύνη service fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρησμοσύνη — δρησμοσύνη, η (Α) 1. η δρηστοσύνη 2. η δραπέτευση … Dictionary of Greek